Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἀπο - πρό

  • 1 advance

    1. verb
    1) (to move forward: The army advanced towards the town; Our plans are advancing well; He married the boss's daughter to advance (= improve) his chances of promotion.) προχωρώ, προελαύνω, προκόβω
    2) (to supply (someone) with (money) on credit: The bank will advance you $500.) (προ)καταβάλλω
    2. noun
    1) (moving forward or progressing: We've halted the enemy's advance; Great advances in medicine have been made in this century.) πρόοδος, προέλαση
    2) (a payment made before the normal time: Can I have an advance on my salary?) προκαταβολή
    3) ((usually in plural) an attempt at (especially sexual) seduction.) (ανήθικες) προτάσεις
    3. adjective
    1) (made etc before the necessary or agreed time: an advance payment.) προκαταβολικός
    2) (made beforehand: an advance booking.) από πριν
    3) (sent ahead of the main group or force: the advance guard.) προπορευόμενος
    - in advance

    English-Greek dictionary > advance

  • 2 fixed

    1) (arranged in advance; settled: a fixed price.) (προ)καθορισμένος,σταθερός
    2) (steady; not moving: a fixed gaze/stare.) σταθερός
    3) (arranged illegally or dishonestly: The result was fixed.) συμφωνημένος από πριν,σικέ

    English-Greek dictionary > fixed

  • 3 From

    prep.
    P. and V. πό (gen.). παρ (gen.).
    Out of: P. and V. ἐκ (gen.), ἐξ (gen.).
    At the hands of: P. and V. πρός (gen.).
    Owing to (a feeling, etc.): P. and V. πό ( dat).
    I am driven from land to land: V. γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι (Æsch., P.V. 682; of. Ar., Ach. 235).
    From day to day: P. and V. καθʼ ἡμέραν, V. κατʼ ἦμαρ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > From

См. также в других словарях:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …   Dictionary of Greek

  • ἀποπρολιποῦσα — ἀπό , πρό λιπάω to be sleek pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἀπό προλείπω forsake aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπροθορών — ἀπό , πρό θρῴσκω leap aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπροηγμένα — ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποπροηγμένᾱ , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποπροηγμένᾱ , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀποπροηγμένα , ἀπό προάγω lead for …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποπροήχθη — ἀπό , πρό ἀχθέω load imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποπροήχθη , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. aor ind mp 3rd sg ἀποπροήχθη , ἀπό , πρό ἐχθέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποπροήχθη , ἀπό προάγω lead forward aor ind pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …   Dictionary of Greek

  • ἀποπροηγμένον — ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp masc acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό προάγω lead forward perf part mp masc acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό προάγω lead forward perf part mp neut no …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»